- ψευδήριον
- ψευδήριονcenotaphneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδήριον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) κενοτάφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος / ψευδής + ἠρίον «τάφος, μνημείο» (πρβλ. κεν ήριον)] … Dictionary of Greek
ψευδηρίων — ψευδήριον cenotaph neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδήρια — ψευδήριον cenotaph neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)